- Τισίφονος
- Τισίφονοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τισιφόνου — Τισίφονος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τισιφόνῳ — Τισίφονος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τισίφονον — Τισίφονος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… … Dictionary of Greek